lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σοκ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blow, chop, coup, cue, hit, keystroke, shock, shocker, stroke, stupefaction
σοκ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
náraz, otřes, rána, ráz, srážka, tah, zásah, úder, úhoz
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
coup, hieb, schlag, schock, stoß, streich
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
chok, slag, støt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
choque, golpe, impacto, puñetazo, zumbido
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
atteinte, choc, convulsion, coup, heurt, impact, secousse
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
botta, colpo, percossa, scontro, scossa, shock, tratto, urto
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hogg, knuff, sjokk, slag, støkk, støt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
удар, шок
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
chock, knuff, sjok, slag
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
удар
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
шок
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
csapás, fújás, fúvás, ütközés
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
smūgis, šokas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
choque, golpe, impacto, pancada
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
şoc
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
úder
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
удар, шок
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
cios, szok

Σχετικές λέξεις

σοκ φμ, σοκ με σκάνδαλο υπνωτισμού κλονίζει το κατάστημα πλαίσιο, σοκ και δεος, σοκ και φρικη το 6λεπτο βίντεο που θα σας αφήσει άφωνους, σοκ συνωνυμα, σοκ δείτε τι έγραψε ο πατέρας της στη σέξυ φώτο που ανέβασε στο facebook, σοκ αυτή είναι η παρουσιάστρια που άφησε την τηλεόραση για ταινίες στον σειρηνάκη, σοκ στη λάρισα λαρισαίος πατέρας έβαλε κάμερα για να βρει τα φαντάσματα και έπαθε σοκ με αυτό, σοκ - τραγουδίστρια παραμορφώθηκε από πλαστικές, σοκ στο πλατό της ελένης - λιποθυμησε πάλι η γνωστή παρουσιάστρια