lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διεκπεραίωση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bargain, business, deal, dicker, transaction
διεκπεραίωση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dohoda, transakce, ujednání
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
transaktion
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
negociación, negocio, operación, transacción
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
transaction
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
transazione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
transaksjon
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сделка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
transaktion
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сделка
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
здзелка, пагадненне
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kauppa, liiketoimi
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
tranzakció
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compreenda, negocio
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бізнес, бізнесовий, вантажівка, ведення, гендель, діло, діловий, кількість, операція, справа, товарообмін, угода
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
transakcja

Σχετικές λέξεις

διεκπεραίωση συντάξεων τεαδυ, διεκπεραίωση λεξικο, διεκπεραίωση συνώνυμα, διεκπεραίωση εγγράφων, διεκπεραίωση εργασιών, διεκπεραίωση τεαδυ, διεκπεραίωση συνταξεων ετεα, διεκπεραίωση συντάξεων τεαδυ 2014, διεκπεραίωση στα αγγλικά, διεκπεραίωση αυτοκινητων