lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δουκάτο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
duchy, dukedom, principality
δουκάτο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
knížectví, vévodství
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fürstentum, herzogtum
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fyrste, hertugdømme
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ducado, principado
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
duché, principauté
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
principato
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fyrste, hertugdømme
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
герцогство, княжество
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
княжество
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
герцагства, княства
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herttuakunta
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
hercegség
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ducado, principado
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
герцогство, князівство
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
księstwo

Σχετικές λέξεις

δουκάτο των αθηνών, δουκάτο της κορνουάλης, δουκάτο στο πικέρμι, δουκάτο της νάξου, δουκάτο μπυραρία, δουκάτο νέων πατρών, δουκάτο λευκάδα, δουκάτο νόμισμα, δουκάτο του λουξεμβούργου, δουκάτο country pub