lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ελαστικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elastic, flex, flexible, limber, lissom, lithe, malleable, nimble, pliable, pliant, supple, whippy, willowy
ελαστικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
elastický, flexibilní, guma, kujný, ohebný, poddajný, poslušný, pružný, přizpůsobivý, tvárný, vláčný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anpassungsfähig, anschmiegsam, biegsam, biegsamen, dehnbar, elastisch, flexibel, folgsam, gefügig, geschmeidig, schmiegsam
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
elastisk, fleksibel, plastisk, rørlig, smidig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
correoso, elástico, flexible, maleable, plegable
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
désossé, fauteuil, flexible, liant, malléable, obéissant, pliable, pliant, ployable, serpentin, souple, élastique
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arrendevole, cedevole, elastico, flessibile, malleabile, pieghevole
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bøyelig, elastisk, fleksibel, mjuk, myk, plastisk, rørlig, smidig, spenstig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гибкий, гибок, гнущийся, ковкий, эластичный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mjuk, plastisk, rörlig, smidig, spenstig
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гнуткі, гібкі
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
elastne, väle
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
joustava, kimmoisa
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gumizsinór, rugalmas
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
elastingas, guvus, vikrus
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
elástico, flexível, ágil
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бистрий, гнучкий, жилавий, звивистий, кмітливий, моторний, піддатливий, різносторонній, спритний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
giętki

Σχετικές λέξεις

ελαστικός επίδεσμος, ελαστικός ιμάντας, ελαστικός φίκος, ελαστικός παρθενικός υμένας, ελαστικός τάπητας, ελαστικός στόκος, ελαστικός αρμόστοκος, ελαστικόσ σωλήνασ, ελαστικός σοβάς, ελαστικός επίδεσμος κλείδας