lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ανοίγω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
open, unlock
ανοίγω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
odemknout, otevřít, otvírat, rozevřít, zahájit, začít
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufbrechen, aufbringen, auffliegen, aufgehen, aufmachen, aufschlagen, aufschließen, aufsperren, auftun, erschließen, eröffnen, öffnen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
spile, åbne
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abrir, destapar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dessiller, déboucher, décapsuler, ouvrir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aprire, dischiudere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spile, åpne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вскрывать, отворять, открывать, отпирать, разжимать, раскрывать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
öppna
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отварям
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
адмыкаць, адсоўваць, адчыняць, адшчапляць, адшчэпліваць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aukaista, avata
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otvoriti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
felbont, felnyitni, kinyitni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abrir, destapar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
deschide
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
odpreti
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
otvoriť
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відмикати, відпирати, відімкніть
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
otwierać

Σχετικές λέξεις

ανοίγω το στόμα μου, ανοίγω συνώνυμα, ανοίγω φύλλο για πίτα, ανοίγω επιχείρηση, ανοίγω τα μάτια σηκώνω το βλέμμα, ανοίγω το στόμα μου στίχοι, ανοίγω το στόμα μου-γρηγόρης μπιθικώτσης, ανοίγω επιχείρηση στο σπίτι, ανοίγω το laptop και κολλάει στην αρχική οθόνη του bios, ανοίγω μαγαζί