lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πινέλο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
brush, paintbrush
πινέλο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kartáč, kartáček
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bürste, pinsel
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
børste, kost, pensel
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
brocha, cepillo, pincel
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
badigeon, blaireau, brosse, pinceau, savonnette
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pennello, spazzola
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
børste, kost, pensel
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кисть
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kost, pensel
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
furçë
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гронка, кутас, пэндзаль, щчотка
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
pintsel
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harja, pensseli, suti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ecset, partvis
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
teptukas, šepetys
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
brocha, escova, pincel
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
perie
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
krtača, ščetka
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
китицю, китиця, олівець, пензель
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pędzel

Σχετικές λέξεις

πινέλο σιλικόνης, πινέλο μορφοποίησης word 2003, πινέλο ξυρίσματος, πινέλο ξυρισματος omega, πινέλο για make up, πινέλο μορφοποίησης word, πινέλο ξυρίσματος ασβού, πινέλο για ρουζ, πινέλο ρουζ, πινέλο βεντάλια