εξοπλίζω συνώνυμα, εξοπλίζω english
αρκτικός συνοδεύω θάλαμος αλυσίδα τόλμη κτηνωδία ωστόσο δημοτικότητα συμβουλεύω ίσιος αναγνώριση ρισκάρω μοναχός μαστιγώνω αλλεργικός σαματάς στέλνω αρωγή φυγάς