lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εξοπλίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accommodate, annotate, endow, fit, purvey
εξοπλίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dodávat, obstarat, obstarávat, opatřit, vybavit, vystrojit, zásobit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausrüsten, ausstatten, versorgen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ekvipere, forsyne, skaffe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
proveer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
approvisionner, fournir, garnir, munir, nantir, équiper
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fornire
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekvipere, forsyne, innrede, skaffe
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обеспечить, оснастить, снабдить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förse, turnera
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muonittaa, varustaa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
provier
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zaopatrzyć

Σχετικές λέξεις

εξοπλίζω συνώνυμα, εξοπλίζω english