lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: θαυμάζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
admire, adore, idolize, love, miracle, worship
θαυμάζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
ctít, obdivovat, uctívat, zbožňovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anbeten, bewundern, verehren, vergöttern
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
beundre, dyrke, elske, forgude, tilbede
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
admirar, adorar, idolatrar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
admire, admirer, adorer, canoniser
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adorare, ammirare, venerare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beundra, beundre, dyrka, dyrke, tilbe
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обожать, удивлять
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avguda, beundra, dyrka, tillbedja, vörda
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
adhuroj, admiroj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
абажаць, любіць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
imetlema, jumaldama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ihailla, jumaloida
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obožavati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bálványozni, imádni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
dievinti, žavėtis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
admirar, adorar, idolatrar, reverenciar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
admira
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
obdivovať
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обожнювати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
podziwiać, uwielbiać

Σχετικές λέξεις

θαυμάζω συνώνυμα, θαυμάζω αρχικοί χρόνοι, θαυμάζω αρχαία, θαυμάζω την ελλάδα μας, θαυμάζω στα αγγλικα, θαυμάζω δὲ λακεδαιμονίους πάντων μάλιστα, θαυμάζω ετυμολογία, θαυμάζω αγγλικά, σε θαυμάζω, ονειροκρίτης θαυμάζω