lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφασίζω στα γερμανικά

Λέξη:
αποφασίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (16):
abgrenzen, angeben, austragen, beschließen, bestimmen, bezeichnen, definieren, entscheiden, entschließen, im, umsetzen, verabschieden, versetzen, vornehmen, zeichnen, übertreiben
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αποφασίζω, αποφασίζω συνώνυμο, αποφασίζω συνώνυμα, αποφασίζω ετυμολογία, αποφασίζω english, αποφασίζω στα γερμανικά, abgrenzen στα ελληνικά
αποφασίζω στα γερμανικά