lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ηλικιωμένος στα ισπανικά

Λέξη:
ηλικιωμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (12):
anciano, antiguo, añejo, añoso, aľejo, caduco, decrépito, rancio, secular, traído, vetusto, viejo
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά ηλικιωμένος, ηλικιωμένος συνωνυμα, ηλικιωμένος σκύλος, ηλικιωμένος παρασύρθηκε από συρμό του μετρό, ηλικιωμένος ονειροκρίτης, ηλικιωμένος ομογενής μοιράζει επιταγές στους 'ελληνες με υπέρογκα ποσά, ηλικιωμένος στα ισπανικά, anciano στα ελληνικά
ηλικιωμένος στα ισπανικά