lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ηλικιωμένος στα ρωσικά

Λέξη:
ηλικιωμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
престарелый, старый, вековой, возрастной
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ηλικιωμένος, ηλικιωμένος συνωνυμα, ηλικιωμένος σκύλος, ηλικιωμένος παρασύρθηκε από συρμό του μετρό, ηλικιωμένος ονειροκρίτης, ηλικιωμένος ομογενής μοιράζει επιταγές στους 'ελληνες με υπέρογκα ποσά, ηλικιωμένος στα ρωσικά, престарелый στα ελληνικά
ηλικιωμένος στα ρωσικά