lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανακατεύω στα ιταλικά

Λέξη:
ανακατεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (16):
commistione, composto, confondere, disturbare, frammezzare, immischiarsi, impastare, mescere, mescolare, miscela, mischiare, miscuglio, mistura, sbalordire, scambiare, sconcertare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ανακατεύω, προστακτική ανακατεύω, ανακατεύω συνώνυμα, ανακατεύω στα αγγλικα, ανακατεύω in english, ανακατεύω στα ιταλικά, commistione στα ελληνικά
ανακατεύω στα ιταλικά