lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανακατεύω στα ρωσικά

Λέξη:
ανακατεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (13):
беспокоить, вмешивать, мешать, мутить, озадачить, перемешивать, перетасовывать, помешать, помешивать, размешивать, смешать, смешивать, смутить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ανακατεύω, προστακτική ανακατεύω, ανακατεύω συνώνυμα, ανακατεύω στα αγγλικα, ανακατεύω in english, ανακατεύω στα ρωσικά, беспокоить στα ελληνικά
ανακατεύω στα ρωσικά