lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανακατεύω στα λευκορωσίας

Λέξη:
ανακατεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
блытаць, замінаць, перашкаджаць, памяшаць, перашкодзіць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ανακατεύω, προστακτική ανακατεύω, ανακατεύω συνώνυμα, ανακατεύω στα αγγλικα, ανακατεύω in english, ανακατεύω στα λευκορωσίας, блытаць στα ελληνικά
ανακατεύω στα λευκορωσίας