lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συσκευή στα δανική

Λέξη:
συσκευή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (12):
anordning, anstalt, apparat, beslag, indretning, instrument, middel, organ, organisering, redskab, tilbehør, tilstelning
Σχετικές λέξεις:
δανική συσκευή, συσκευή συρμάτωσης πλαισίων, συσκευή ποπ κορν, συσκευή παρακολούθησης μωρού, συσκευή μόνιμης αποτρίχωσης, συσκευή μασάζ, συσκευή στα δανική, anordning στα ελληνικά
συσκευή στα δανική