lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανακατεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ανακατεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
atrapalhar, balear, baralhar, confundir, interferir, mesclar, mexer, mistura, misturar, perturbar, revolver
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ανακατεύω, προστακτική ανακατεύω, ανακατεύω συνώνυμα, ανακατεύω στα αγγλικα, ανακατεύω in english, ανακατεύω στα πορτογαλικά, atrapalhar στα ελληνικά
ανακατεύω στα πορτογαλικά