lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εκπλήσσω στα ιταλικά

Λέξη:
εκπλήσσω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (4):
meravigliare, sbalordire, sorprendere, stupire
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά εκπλήσσω, ρήμα εκπλήσσω, να εκπλήσσω, με εκπλήσσω, εκπλήσσω συνωνυμο, εκπλήσσω συνωνυμα, εκπλήσσω στα ιταλικά, meravigliare στα ελληνικά
εκπλήσσω στα ιταλικά