lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εκπλήσσω στα ουκρανικά

Λέξη:
εκπλήσσω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
дивувати, дивуйте
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εκπλήσσω, ρήμα εκπλήσσω, να εκπλήσσω, με εκπλήσσω, εκπλήσσω συνωνυμο, εκπλήσσω συνωνυμα, εκπλήσσω στα ουκρανικά, дивувати στα ελληνικά
εκπλήσσω στα ουκρανικά