lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εκπλήσσω στα λευκορωσίας

Λέξη:
εκπλήσσω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
дзівіць, здзіўляць, уражаць, уражваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας εκπλήσσω, ρήμα εκπλήσσω, να εκπλήσσω, με εκπλήσσω, εκπλήσσω συνωνυμο, εκπλήσσω συνωνυμα, εκπλήσσω στα λευκορωσίας, дзівіць στα ελληνικά
εκπλήσσω στα λευκορωσίας