lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εκπλήσσω στα πορτογαλικά

Λέξη:
εκπλήσσω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
admirar, atordoar, estontear, pasmar, sobressaltar, sorrirdes, surpreender
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εκπλήσσω, ρήμα εκπλήσσω, να εκπλήσσω, με εκπλήσσω, εκπλήσσω συνωνυμο, εκπλήσσω συνωνυμα, εκπλήσσω στα πορτογαλικά, admirar στα ελληνικά
εκπλήσσω στα πορτογαλικά