lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κολλώ στα ιταλικά

Λέξη:
κολλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (4):
appiccicare, incollare, aderire, attaccarsi
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά κολλώ, μπρίκια κολλώ, κολλάω κλίση, κολλώ στα ιταλικά, appiccicare στα ελληνικά
κολλώ στα ιταλικά