lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κολλώ στα λευκορωσίας

Λέξη:
κολλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (8):
клеіць, ляпіць, далучацца, межаваць, прылягаць, прымыкаць, прыставаць, склейваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας κολλώ, μπρίκια κολλώ, κολλάω κλίση, κολλώ στα λευκορωσίας, клеіць στα ελληνικά
κολλώ στα λευκορωσίας