lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κολλώ στα πολωνική

Λέξη:
κολλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (6):
kleić, lepić, przyklejać, przylegać, przywierać, sklejać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική κολλώ, μπρίκια κολλώ, κολλάω κλίση, κολλώ στα πολωνική, kleić στα ελληνικά
κολλώ στα πολωνική