lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κολλώ στα γερμανικά

Λέξη:
κολλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
ankleben, anschließen, anschmiegen, ballen, formen, haften, klammern, kleben, zufallen, zusammenkleben, zusammenstoßen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κολλώ, μπρίκια κολλώ, κολλάω κλίση, κολλώ στα γερμανικά, ankleben στα ελληνικά
κολλώ στα γερμανικά