lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κολλώ στα ρωσικά

Λέξη:
κολλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (9):
клеить, лепить, наклеивать, приклеивать, прилегать, прилежать, примыкать, приставать, склеивать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά κολλώ, μπρίκια κολλώ, κολλάω κλίση, κολλώ στα ρωσικά, клеить στα ελληνικά
κολλώ στα ρωσικά