lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προκαλώ στα ιταλικά

Λέξη:
προκαλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (11):
cagionare, causare, comportare, determinare, evocare, generare, indurre, insultare, provocare, sfidare, suscitare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά προκαλώ, προκαλώ την τύχη μου, προκαλώ συνώνυμα, προκαλώ μετάφραση, προκαλώ λεξικό, προκαλώ ετυμολογία, προκαλώ στα ιταλικά, cagionare στα ελληνικά
προκαλώ στα ιταλικά