lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συρρέω στα ιταλικά

Λέξη:
συρρέω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (10):
calcare, incalzare, pigiare, premere, pressare, sollecitare, spingere, spremere, stringere, urgere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά συρρέω, συρρέω στα ιταλικά, calcare στα ελληνικά
συρρέω στα ιταλικά