lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συρρέω στα τσεχική

Λέξη:
συρρέω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (17):
lisovat, nahromadit, namačkat, natlačit, nutit, přimáčknout, razit, slisovat, směstnat, stisknout, stlačit, stísnit, tisknout, tlačit, tísnit, urgovat, vylisovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική συρρέω, συρρέω στα τσεχική, lisovat στα ελληνικά
συρρέω στα τσεχική