lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συρρέω στα ουκρανικά

Λέξη:
συρρέω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
випрасувати, витісніть, натиснути, прасувати, прес, преса, пресувати, стиснути, тиснути
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά συρρέω, συρρέω στα ουκρανικά, випрасувати στα ελληνικά
συρρέω στα ουκρανικά