lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συρρέω στα γαλλικά

Λέξη:
συρρέω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (6):
affluer, comprimer, entasser, étamper, mouler, presser
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά συρρέω, συρρέω στα γαλλικά, affluer στα ελληνικά
συρρέω στα γαλλικά