lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κόλπο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
artifice, dodge, gimmick, knack, trick
κόλπο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dovednost, finta, fígl, trik, úskok
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kniff, kunstgriff, kunststück, list, trichter, trick
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kneb, knep, kunst, list, trick
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
artificio, treta, truco, trío
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
artifice, feinte, feu, ficelle, finasserie, manigance, ruse, truc, truć
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arnese, astuzia, furberia, scaltrezza, trucco
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
knep, kunst, list, trikk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пьеска, трюк, хитрость, штучка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knep, konst, trick
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
трук, штучка
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
juoni, metku, temppu
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
gudrybė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
artificio, treta, troco, truque
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
şiretlic
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
trik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
звичка, нісенітниця, обман, трюк, штучка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
sztuczka, trik

Σχετικές λέξεις

κόλπο της βεγγάλης, κόλπο γκρόσο, κόλπο των χοίρων, κόλπο της γουινέας, κόλπο στο κινο, κόλπο του άντεν, κόλπο στο στοιχημα, κόλπο του σάρου, κόλπο της αιώρησης, κόλπο του ορφανού