lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυλίγω στα ρωσικά

Λέξη:
τυλίγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (5):
завернуть, завертывать, завёртывать, заворачивать, закатывать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά τυλίγω, τυλίγω συνώνυμο, τυλίγω συνώνυμα, τυλίγω λεξικό, τυλίγω αγγλικά, τυλίγω στα ρωσικά, завернуть στα ελληνικά
τυλίγω στα ρωσικά