ποτίζω στα αγγλικά ποτίζω στα τσεχική ποτίζω στα γερμανικά ποτίζω στα ισπανικά ποτίζω στα γαλλικά ποτίζω στα ιταλικά ποτίζω στα νορβηγικά ποτίζω στα ρωσικά ποτίζω στα φινλανδικά ποτίζω στα ουγγρική ποτίζω στα πορτογαλικά ποτίζω στα πολωνική ποτίζω στα σουηδικά ποτίζω στα ουκρανικά
επίπεδο στα ουκρανικά μετριόφρων στα ουκρανικά υγρό στα τσεχική πληρώνω στα γερμανικά δαπανηρός στα ιταλικά
μετριόφρων ετυμολογία επίπεδο εππ υγρό γυαλί πληρώνω τη νύφη δαπανηρός συνώνυμο