lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ποτίζω στα ρωσικά

Λέξη:
ποτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (2):
подливать, поливать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ποτίζω, ποτίζω συνώνυμα, ποτίζω στα αγγλικά, ποτίζω ονειροκρίτης, ποτίζω ντομάτες, αόριστος ποτίζω, ποτίζω στα ρωσικά, подливать στα ελληνικά
ποτίζω στα ρωσικά