lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μύτη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
beak, billing, nib, nose, prow
μύτη
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hubička, zobák
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schnabel
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bog, nubr, næb, tut
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pico, proa
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bec, poulaine, prise, proue, rostre, stigmate
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
becco, prora, prua, rostro
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
baug, bog, nebb, nubb, tut
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клюв
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bog, näbb, tut
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sqep
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нос
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
nokk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keula, kokka, nokka
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kljun, pramac
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
csőr, hajóorr
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
snapas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bicho, bico, pico, proa
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
cioc
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
носик
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dziób

Σχετικές λέξεις

μύτη ετυμολογία, μύτη ονειροκρίτης, μύτη ανατομία, μύτη που ματώνει, μύτη αιμορραγία, μύτη σαν σαλάμι, μύτη google, μύτη βουλωμένη, μύτη στα αρχαία, μύτη σκύλου