lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δαγκώνω στα γαλλικά

Λέξη:
δαγκώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (12):
brouter, croquer, dentée, grignoter, gruger, grugęr, manger, mordiller, mordre, morsure, piquer, ronger
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά δαγκώνω, τον δαγκώνω, δαγκώνω τη λαμαρίνα, δαγκώνω τη γλώσσα μου, δαγκώνω τα χείλη, δαγκώνω στα γαλλικά, δαγκώνω στα γαλλικά, brouter στα ελληνικά
δαγκώνω στα γαλλικά