lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανώμαλος στα ουγγρική

Λέξη:
ανώμαλος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (8):
abnormális, rendellenes, rendetlen, egyenetlen, egyenlőtlen, göröngyös, hepehupás, szaggatott
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ανώμαλος, ανώμαλος στα ουγγρική, abnormális στα ελληνικά
ανώμαλος στα ουγγρική