lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανώμαλος στα νορβηγικά

Λέξη:
ανώμαλος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (15):
abnorm, barsk, gal, gropig, irregulær, knagglig, rotet, rørig, uflidd, ujevn, ulendt, uordentlig, uregelmessig, uriktig, uryddig
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ανώμαλος, ανώμαλος στα νορβηγικά, abnorm στα ελληνικά
ανώμαλος στα νορβηγικά