lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανώμαλος στα σουηδικά

Λέξη:
ανώμαλος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (10):
abnorm, onormal, oordentlig, rörig, skräpig, oregelbunden, gropig, knagglig, oberäknelig, ojämn
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ανώμαλος, ανώμαλος στα σουηδικά, abnorm στα ελληνικά
ανώμαλος στα σουηδικά