lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επισυνάπτω στα ουγγρική

Λέξη:
επισυνάπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
hozzáerősít, odaerősíteni, ráerősíteni, odakötni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική επισυνάπτω, επισυνάπτω το βιογραφικό μου σημείωμα, επισυνάπτω συνώνυμο, επισυνάπτω στα γαλλικα, επισυνάπτω σημασία, επισυνάπτω ορισμός, επισυνάπτω στα ουγγρική, hozzáerősít στα ελληνικά
επισυνάπτω στα ουγγρική