lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επισυνάπτω στα πολωνική

Λέξη:
επισυνάπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
przyczepiać, przymocować, przywiązywać, umocować
Σχετικές λέξεις:
πολωνική επισυνάπτω, επισυνάπτω το βιογραφικό μου σημείωμα, επισυνάπτω συνώνυμο, επισυνάπτω στα γαλλικα, επισυνάπτω σημασία, επισυνάπτω ορισμός, επισυνάπτω στα πολωνική, przyczepiać στα ελληνικά
επισυνάπτω στα πολωνική