lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επισυνάπτω στα πορτογαλικά

Λέξη:
επισυνάπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
enganchar, determinar, fixar, atar, ligar, sujeitar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά επισυνάπτω, επισυνάπτω το βιογραφικό μου σημείωμα, επισυνάπτω συνώνυμο, επισυνάπτω στα γαλλικα, επισυνάπτω σημασία, επισυνάπτω ορισμός, επισυνάπτω στα πορτογαλικά, enganchar στα ελληνικά
επισυνάπτω στα πορτογαλικά