lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άσπρος στα ουκρανικά

Λέξη:
άσπρος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
білизна, білити, біліть, застуда, простуда, ухилитися, ухиліться, ухилятися, холод
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά άσπρος, ασπροπίνακας, άσπρος χάϊλαντς τεριέ χαριζεται, άσπρος χάϊλαντς τεριέ, άσπρος ταραμάς, άσπρος ποταμός - traditional houses, άσπρος στα ουκρανικά, білизна στα ελληνικά
άσπρος στα ουκρανικά