lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άσπρος στα λευκορωσίας

Λέξη:
άσπρος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
белы, белізна, адбельваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας άσπρος, ασπροπίνακας, άσπρος χάϊλαντς τεριέ χαριζεται, άσπρος χάϊλαντς τεριέ, άσπρος ταραμάς, άσπρος ποταμός - traditional houses, άσπρος στα λευκορωσίας, белы στα ελληνικά
άσπρος στα λευκορωσίας