lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αγγίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
αγγίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
ворушити, ворушитися, ворушіння, двигати, дотик, заохочувати, збуджувати, збудити, знавець, мазок, особливість, плямка, посувати, просувати, рухайте, рухати, стимулювати, схиляти
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αγγίζω, σε αγγίζω, αγγίζω το ξυράφι λίγο λίγο στάζει αίμα και μου φαίνεται αστείο, αγγίζω συνώνυμο, αγγίζω συνώνυμα, αγγίζω στα αγγλικά, αγγίζω στα ουκρανικά, ворушити στα ελληνικά
αγγίζω στα ουκρανικά