lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αγγίζω στα ιταλικά

Λέξη:
αγγίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (11):
colpire, contatto, dimenare, mescolare, muovere, muoversi, tastare, tatto, toccare, tocco, zecca
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά αγγίζω, σε αγγίζω, αγγίζω το ξυράφι λίγο λίγο στάζει αίμα και μου φαίνεται αστείο, αγγίζω συνώνυμο, αγγίζω συνώνυμα, αγγίζω στα αγγλικά, αγγίζω στα ιταλικά, colpire στα ελληνικά
αγγίζω στα ιταλικά