lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αγγίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
αγγίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (17):
abalar, agitar, apalpar, comover, contacto, emocionar, menear, mexer, mover, mudar, palpar, remover, tacto, tentar, tocar, toque, vacilar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αγγίζω, σε αγγίζω, αγγίζω το ξυράφι λίγο λίγο στάζει αίμα και μου φαίνεται αστείο, αγγίζω συνώνυμο, αγγίζω συνώνυμα, αγγίζω στα αγγλικά, αγγίζω στα πορτογαλικά, abalar στα ελληνικά
αγγίζω στα πορτογαλικά