lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιτία στα ουκρανικά

Λέξη:
αιτία (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (37):
батько, весна, випадок, джерело, завбачливість, засада, корінь, криниця, обачність, обвинувач, обережність, повід, позивач, поліс, політика, порції, претендент, привід, прикути, принцип, причина, пружина, раціон, раціональність, родитель, розважливість, розвідка, розсуд, розсудливість, розум, розумність, стрибати, стрибнути, тваринник, у, ум, інтелект
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αιτία, αιτία της ανεργίας, αιτία συνώνυμα, αιτία ρατσισμού, αιτία πολέμου, αιτία και συνέπειες της οργανωσιακής δέσμευσης, αιτία στα ουκρανικά, батько στα ελληνικά
αιτία στα ουκρανικά