lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιτία στα πορτογαλικά

Λέξη:
αιτία (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (18):
afinado, causa, certo, correcto, cérebro, demandante, dieta, direito, espírito, etapa, jus, mente, motivo, móvel, porquê, pretexto, razão, recto
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αιτία, αιτία της ανεργίας, αιτία συνώνυμα, αιτία ρατσισμού, αιτία πολέμου, αιτία και συνέπειες της οργανωσιακής δέσμευσης, αιτία στα πορτογαλικά, afinado στα ελληνικά
αιτία στα πορτογαλικά