lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γενναίος στα ουκρανικά

Λέξη:
γενναίος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
відважний, енергійний, здоровий, змужнілий, мужній, сміливий, спортсменський, стійкий, твердий, хоробрий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά γενναίος, γενναίοσ καινούργιοσ κόσμοσ, γενναίος τηλέμαχος, γενναίος συνώνυμο, γενναίος συνώνυμα, γενναίος ραφτάκος, γενναίος στα ουκρανικά, відважний στα ελληνικά
γενναίος στα ουκρανικά